- ψαθυρότητα
- ψαθυρότηςlooseness of consistencyfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψαθυρότητα — η / ψαθυρότης, ότητος, ΝΑ [ψαθυρός] η ιδιότητα τού ψαθυρού, έλλειψη συνεκτικότητας … Dictionary of Greek